- μεζούρα
- η(λ. ιταλ.), το μέτρο με το οποίο μετρούν το μήκος, το φάρδος κτλ. κυρίως στα υφάσματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεζούρα — η 1. μέτρο που χρησιμοποιούν στη ραπτική 2. μικρό δοχείο για τη μέτρηση στερεών και υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misura] … Dictionary of Greek
μουζούρι — το παλαιότερη μονάδα για την μέτρηση κυρίως δημητριακών ή άλλων καρπών και δευτερευόντως ασβέστη και λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misura, «μεζούρα, μέτρο»] … Dictionary of Greek